- παναγρίς
- παναγρίς, -ίδος, ἡ (Α)μικρός λέβητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάναγρος + επίθημα -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταναγρίς — (I) ίδος, ἡ, Α βλ. ταναγραίος. (II) ίδος, ἡ, Α μικρός λέβητας, παναγρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού παναγρίς*] … Dictionary of Greek
συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο … Dictionary of Greek